Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τῷ τοίχῳ

См. также в других словарях:

  • τοίχω — τοί̱χω , τοῖχος wall of a house masc nom/voc/acc dual τοί̱χω , τοῖχος wall of a house masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοίχῳ — τοί̱χῳ , τοῖχος wall of a house masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επασκώ — ἐπασκῶ, έω (Α) [ασκώ] 1. κατασκευάζω κάτι με επιμέλεια, διακοσμώ κάτι με φροντίδα («ἐπήσκηται δὲ oἱ αὐλὴ τοίχῳ καὶ θριγκοῑσι», Ομ. Οδ.) 2. εκθειάζω, εξαίρω, αναδεικνύω («ἐπασκήσω κλυταῑς ἥρωα τιμαῑς», Πίνδ.) 3. καλλιεργώ, εξασκώ, προάγω («σοφίαν… …   Dictionary of Greek

  • πτύσμα — το, ΝΜΑ [πτύω] το φτύσμα, αυτό που φτύνεται κατά την απόχρεμψη, πτύελο, απόχρεμμα (α. «πτύσματα λεπτὰ καὶ ἁλυκὰ καὶ κεχρωσμένα ἀκρήτῳ χρώματι», Ιππ. β. «καὶ τι τῶν πρὸς τῷ τοίχῳ πτυσμάτων ἐπισημηναμένου», Πολ. γ. «ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»